καταπειρατηρία: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταπειρᾱτηρία:''' Ιων. -πειρητηρίη, <i>ἡ</i> ([[πειράω]]), [[ναυτικό]] όργανο βυθομέτρησης, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καταπειρᾱτηρία:''' Ιων. -πειρητηρίη, <i>ἡ</i> ([[πειράω]]), [[ναυτικό]] όργανο βυθομέτρησης, σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=καταπειρατηρία -ας, ἡ, Ion. καταπειρητηρίη [κατά, πειράω] dieplood.
}}
}}