3,277,119
edits
(21) |
(nl) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κράγος]], ὁ, ἡ (Α)<br />[[φωνακλάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. που [[κατά]] τους αρχαίους γραμματικούς παρήχθη από την επιρρηματικής φύσεως αιτ. εν. [[κραγόν]] του [[κραγός]] με αναβιβασμό του τόνου]. | |mltxt=[[κράγος]], ὁ, ἡ (Α)<br />[[φωνακλάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθ. που [[κατά]] τους αρχαίους γραμματικούς παρήχθη από την επιρρηματικής φύσεως αιτ. εν. [[κραγόν]] του [[κραγός]] με αναβιβασμό του τόνου]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κράγος -οῦ, ὁ [κράζω] geschreeuw, kreet:. κραγὸν κεκράξεται hij gaat een kreet slaken Aristoph. Eq. 487. | |||
}} | }} |