κύβιτον: Difference between revisions

nl
(22)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύβιτον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αγκώνας]] («[[μετά]] δέ τὸν βραχίονα, ἀγκὼν τὸ [[σύμπαν]] [[ἄρθρον]], καὶ τὸ ὀξύ, ἐφ' οὗ κλινόμενοι στηριζόμεθα<br />οἱ δὲ [[ὠλέκρανον]] καλοῡσι, Δωριεῑς δὲ οἱ ἐν Σικελίᾳ [[κύβιτον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μήκους ίση με την [[απόσταση]] από τον αγκώνα ώς την [[άκρη]] του μέσου δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια, λ., πιθ. από ιταλική διάλεκτο (ίσως τη σικελική) ή από <i>το</i> λατ. <i>cubitum</i><br />κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από το [[κύβος]].
|mltxt=[[κύβιτον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αγκώνας]] («[[μετά]] δέ τὸν βραχίονα, ἀγκὼν τὸ [[σύμπαν]] [[ἄρθρον]], καὶ τὸ ὀξύ, ἐφ' οὗ κλινόμενοι στηριζόμεθα<br />οἱ δὲ [[ὠλέκρανον]] καλοῡσι, Δωριεῑς δὲ οἱ ἐν Σικελίᾳ [[κύβιτον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μήκους ίση με την [[απόσταση]] από τον αγκώνα ώς την [[άκρη]] του μέσου δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια, λ., πιθ. από ιταλική διάλεκτο (ίσως τη σικελική) ή από <i>το</i> λατ. <i>cubitum</i><br />κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από το [[κύβος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κύβιτον, τό [Lat. cubitum] elleboog.
}}
}}