παροχέτευσις: Difference between revisions

nl
(6_11)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παροχέτευσις''': ἡ, τὸ παροχετεύειν, Ἱππ. 47. 13, Γαλην.
|lstext='''παροχέτευσις''': ἡ, τὸ παροχετεύειν, Ἱππ. 47. 13, Γαλην.
}}
{{elnl
|elnltext=παροχέτευσις -εως, ἡ [παροχετεύω] het wegleiden, afvoeren (van lichaamsvocht).
}}
}}