προανάγω: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προᾰνάγω:''' [[αναβιβάζω]] από [[πριν]]· Παθ., ανοίγομαι [[μπροστά]] στο [[πέλαγος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''προᾰνάγω:''' [[αναβιβάζω]] από [[πριν]]· Παθ., ανοίγομαι [[μπροστά]] στο [[πέλαγος]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-ανάγω, med.-pass., intrans. eerder uitvaren.
}}
}}