3,277,121
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σαγή:''' [ᾰ], ἡ ([[σάττω]]),<br /><b class="num">I.</b> αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, [[αὐτόφορτος]] οἰκεία [[σάγη]], δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, [[ιπποσκευή]], [[οπλισμός]], [[εξοπλισμός]], στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σάγμα]] II, [[σαμάρι]], σε Βάβρ. | |lsmtext='''σαγή:''' [ᾰ], ἡ ([[σάττω]]),<br /><b class="num">I.</b> αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, [[αὐτόφορτος]] οἰκεία [[σάγη]], δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, [[ιπποσκευή]], [[οπλισμός]], [[εξοπλισμός]], στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σάγμα]] II, [[σαμάρι]], σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σαγή -ῆς, ἡ [σάττω] bepakking, bagage; spec. bewapening, uitrusting, ook plur.: πρέποντες δορυσσοῖς σαγαῖς opvallend door hun bewapening met snel bewegende speren Aeschl. Sept. 125. | |||
}} | }} |