σαγή: Difference between revisions

245 bytes added ,  1 January 2019
nl
(6)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σαγή:''' [ᾰ], ἡ ([[σάττω]]),<br /><b class="num">I.</b> αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, [[αὐτόφορτος]] οἰκεία [[σάγη]], δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, [[ιπποσκευή]], [[οπλισμός]], [[εξοπλισμός]], στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σάγμα]] II, [[σαμάρι]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''σαγή:''' [ᾰ], ἡ ([[σάττω]]),<br /><b class="num">I.</b> αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, [[αὐτόφορτος]] οἰκεία [[σάγη]], δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, [[ιπποσκευή]], [[οπλισμός]], [[εξοπλισμός]], στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[σάγμα]] II, [[σαμάρι]], σε Βάβρ.
}}
{{elnl
|elnltext=σαγή -ῆς, ἡ [σάττω] bepakking, bagage; spec. bewapening, uitrusting, ook plur.: πρέποντες δορυσσοῖς σαγαῖς opvallend door hun bewapening met snel bewegende speren Aeschl. Sept. 125.
}}
}}