σκαπτός: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκαπτός:''' -ή, -όν ([[σκάπτω]]), σκαμμένος, αυτός που είναι δυνατόν ή είναι [[κατάλληλος]] να σκαφτεί· Σκαπτὴ [[ὕλη]], [[περιοχή]] της Θράκης, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''σκαπτός:''' -ή, -όν ([[σκάπτω]]), σκαμμένος, αυτός που είναι δυνατόν ή είναι [[κατάλληλος]] να σκαφτεί· Σκαπτὴ [[ὕλη]], [[περιοχή]] της Θράκης, σε Ηρόδ.
}}
{{elnl
|elnltext=σκαπτός -ή -όν [σκάπτω] gegraven.
}}
}}