ψίλωμα: Difference between revisions

nl
(47c)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[ψιλῶ]]<br /><b>1.</b> [[σημείο]] του σώματος απογυμνωμένο από [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[οστό]] απογυμνωμένο από σάρκες.
|mltxt=-ώματος, τὸ, Α [[ψιλῶ]]<br /><b>1.</b> [[σημείο]] του σώματος απογυμνωμένο από [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> (ειδικά) [[οστό]] απογυμνωμένο από σάρκες.
}}
{{elnl
|elnltext=ψίλωμα -ατος, τό [ψιλόω] ontvlezing.
}}
}}