|
|
Line 18: |
Line 18: |
| {{bailly | | {{bailly |
| |btext=ή, όν :<br />de l’assemblée ; ὁ [[συγκλητικός]] membre du sénat, sénateur.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκλητος]]. | | |btext=ή, όν :<br />de l’assemblée ; ὁ [[συγκλητικός]] membre du sénat, sénateur.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκλητος]]. |
| }}
| |
| {{grml
| |
| |mltxt=-ή, -ό / [[συγκλητικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σύγκλητος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο (α. «συγκλητική [[τάξη]]» β. «συγκλητικοί πατέρες» — τα [[μέλη]] της ρωμαϊκής συγκλήτου)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[συγκλητικός]]<br />[[μέλος]] της ρωμαϊκής συγκλήτου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκλητικὸ(ν) [[δόγμα]]»<br /><b>ρωμ. δίκ.</b> [[απόφανση]] της συγκλήτου επί ερωτήματος του άρχοντος<br />β) «συγκλητική [[επαρχία]]» — [[υποδιαίρεση]] της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με επικεφαλής έναν διατελέσαντα πραίτωρα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τη σύγκλητο ανώτατης σχολής<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> [[μέλος]] της συγκλήτου του πανεπιστημίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγκλητικὸν [[μέλος]]» — [[προσκλητήριο]] [[μέλος]] της συγκλήτου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκλητικῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τον τρόπο τών συγκλητικών.
| |
| }} | | }} |
| {{grml | | {{grml |