συλληπτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(4)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συλληπτικός''': -ή, -όν, [[περιληπτικός]], ὀνόματα Εὐστ. 219, ἐν τέλ.· [[περιεκτικός]], Πορφ. Εἰσαγ. 2· σ. [[σχῆμα]] [[σύλληψις]] Ι, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σελ. 666 ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Α. 424, κλπ. ΙΙ. [[ἐπιτήδειος]] ἢ ἱκανὸς εἰς σύλληψιν, συλληπτικὰ τὰ [[θήλεα]] ἐκ τῶν ἀρρένων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· ― ὁ συντελῶν εἰς σήλληψιν, συνεργῶν εἰς κυοφορίαν, Ἀέτ. παρὰ Φωτ. ἐν Βιβλ. 180. 25.
|lstext='''συλληπτικός''': -ή, -όν, [[περιληπτικός]], ὀνόματα Εὐστ. 219, ἐν τέλ.· [[περιεκτικός]], Πορφ. Εἰσαγ. 2· σ. [[σχῆμα]] [[σύλληψις]] Ι, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σελ. 666 ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Α. 424, κλπ. ΙΙ. [[ἐπιτήδειος]] ἢ ἱκανὸς εἰς σύλληψιν, συλληπτικὰ τὰ [[θήλεα]] ἐκ τῶν ἀρρένων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 8, 15· ― ὁ συντελῶν εἰς σήλληψιν, συνεργῶν εἰς κυοφορίαν, Ἀέτ. παρὰ Φωτ. ἐν Βιβλ. 180. 25.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[συλλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> [[περιληπτικός]] («συλληπτικὰ ὀνόματα», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιεκτικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που συντελεί στη [[σύλληψη]] του εμβρύου, στην [[κυοφορία]] («ὑποθυμιάματα συλληπτικά», Αέτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] για [[σύλληψη]], για [[κυοφορία]] («οὐ συλληπτικὰ τὰ θήλεια», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθητικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συλληπτικόν</i><br />[[βοήθεια]], [[αρωγή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «συλληπτικὸν [[σχῆμα]]»<br /><b>γραμμ.</b> το [[σχήμα]] λόγου της συλλήψεως. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συλληπτικῶς</i> ΜΑ<br />περιεκτικά, περιληπτικά<br /><b>αρχ.</b><br />τακτικά, [[χωρίς]] [[καθυστέρηση]].
}}
}}
{{grml
{{grml