συμπτύσσω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=plier ensemble ; fermer, enfermer, serrer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πτύσσω]].
|btext=plier ensemble ; fermer, enfermer, serrer.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πτύσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[περιστέλλω]], [[συμμαζεύω]], [[διπλώνω]] (α. «[[συμπτύσσω]] τα [[ιστία]]» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη [[πάλιν]]», Νικ. Χων.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[παράταξη]]) [[ελαττώνω]] την [[έκταση]], [[πυκνώνω]] τις γραμμές («συμπτυχθείτε» — πυκνώστε τους ζυγούς)<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> (μέσ. και παθ.) <i>συμπτύσσομαι</i><br />[[υποχωρώ]], [[οπισθοχωρώ]] («το εκστρατευτικό [[σώμα]] έλαβε [[διαταγή]] να συμπτυχθεί»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συντομεύω]] («[[συμπτύσσω]] το [[άρθρο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διπλώνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[ενσφηνώνω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «βλέφαρα συμπτυσσόμενα» — βλέφαρα που μπορούν να ανοιγοκλείνουν (<b>Γαλ.</b>)<br />β) «συμπτύσσεσθαι τὰ ἐπίπεδα» — τα επίπεδα διπλώνουν [[μαζί]] σαν [[βεντάλια]] <b>(Πρόκλ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτύσσω]] «[[αναδιπλώνω]], [[μαζεύω]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml