| |txtha=([[ξυμβαίνω]] bez in συνέβαινον; 2nd aorist συνεβην, participle [[συμβάς]]; [[perfect]] συμβέβηκα; from ([[Aeschylus]]), [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> to [[walk]] [[with]] the feet [[near]] [[together]].<br /><b class="num">2.</b> to [[come]] [[together]], [[meet]] [[with]] [[one]]; [[hence]],<br /><b class="num">3.</b> of things [[which]] [[fall]] [[out]] at the [[same]] [[time]], to [[happen]], [[turn]] [[out]], [[come]] to [[pass]] (so [[occasionally]] in the Sept for קָרָה and קָרָא); as [[very]] [[often]] in Greek writings (the Sept. συμβαινει τί τίνι, [[something]] befalls, happens to, [[one]]: τό συμβεβηκός τίνι, Susanna 26); [[absolutely]], τά συμβεβηκότα, the things [[that]] had happened, Josephus, contra Apion 1,22, 17)); συνέβη followed by an accusative [[with]] an infinitive it happened (A. V. so it [[was]]) [[that]], etc.: Winer's Grammar, 323 (303)), examples from [[secular]] authors are given by Grimm on 2 Maccabees 3:2. | | |txtha=([[ξυμβαίνω]] bez in συνέβαινον; 2nd aorist συνεβην, participle [[συμβάς]]; [[perfect]] συμβέβηκα; from ([[Aeschylus]]), [[Herodotus]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> to [[walk]] [[with]] the feet [[near]] [[together]].<br /><b class="num">2.</b> to [[come]] [[together]], [[meet]] [[with]] [[one]]; [[hence]],<br /><b class="num">3.</b> of things [[which]] [[fall]] [[out]] at the [[same]] [[time]], to [[happen]], [[turn]] [[out]], [[come]] to [[pass]] (so [[occasionally]] in the Sept for קָרָה and קָרָא); as [[very]] [[often]] in Greek writings (the Sept. συμβαινει τί τίνι, [[something]] befalls, happens to, [[one]]: τό συμβεβηκός τίνι, Susanna 26); [[absolutely]], τά συμβεβηκότα, the things [[that]] had happened, Josephus, contra Apion 1,22, 17)); συνέβη followed by an accusative [[with]] an infinitive it happened (A. V. so it [[was]]) [[that]], etc.: Winer's Grammar, 323 (303)), examples from [[secular]] authors are given by Grimm on 2 Maccabees 3:2. |
| |mltxt=ΝΜΑ [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]], συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(τριτοπρόσ.)</b> <i>συμβαίνει</i><br />γίνεται [[κάτι]], συντελείται [[κάτι]], [[ιδίως]] τυχαία (α. «συμβαίνει [[συχνά]] να καθυστερεί το [[δρομολόγιο]]» β. «συμβαίνει τῷ πλοίω ἀργεῑν», πάπ.<br />γ. «συμβαίνει τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ [[εἶναι]]», Αριστ.)<br /><b>3.</b> [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]] (α. «ξέρεις τί θα συμβεί, αν συνεχίσεις τα [[ίδια]]» β. «συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι», πάπ.)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το συμβαίνον</i> και <i>τὸ συμβαῑνον</i><br />αυτό που συμβαίνει, το [[περιστατικό]] που συντελείται (α. «η [[κυβέρνηση]] ενημερώθηκε [[αμέσως]] για τα συμβαίνοντα» β. «δεῑ οὖν πρὸς τὰ συμβαίνοντα... τούτοις χρῆσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>το [[συμβάν]]<br />[[περιστατικό]], [[γεγονός]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> α) το τυχαίο [[γεγονός]]<br />β) (στους επικούρειους) ουσιώδες [[κατηγόρημα]], χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]]<br />γ) (στους στωικούς) [[επακολούθημα]]<br />δ) (στον <b>Αριστοτ.</b>) [[καθετί]] που ενυπάρχει σε ένα [[υποκείμενο]] και [[είναι]] αληθινό, η ύπαρξη του οποίου όμως δεν [[είναι]] [[ούτε]] αναγκαία [[ούτε]] συχνή<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] [[συμβεβηκός]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[κατά]] τύχην, τυχαία<br />β) «αν συμβεί [[κάτι]]» και «ἄν τι συμβῇ»<br />([[ευφημισμός]]) αν έλθει ένα [[κακό]], αν επέλθει [[καμιά]] [[συμφορά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) <i>το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> επίκτητο ή και έμφυτο [[γνώρισμα]] το οποίο δεν επηρεάζει καταλυτικά την [[ουσία]] μιας έμψυχης ή άψυχης υπόστασης<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. μτχ. αορ. ως επίρρ.) [[πιθανώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] με τα πόδια ενωμένα («[[Παλλάδιον]] τοῑς ποσὶ [[συμβεβηκός]]», <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βαδίζω]] [[προς]] το ίδιο [[σημείο]], [[συναντώ]] («ἐκ δὲ τῆς μάχης ταύτης συνέβησαν οἱ στρατιῶται αὐτοὶ αὐτοῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]] («συνέβησαν [[ὥστε]] τριηκοσίους μάχεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι («ὅτι γενναίως ἐκ τοῡ πολέμου καὶ τοῡ νείκους ξυνέβητον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]] («χρησμοί τε συμβαίνουσι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (για εξαγόμενα αριθμητικών πράξεων) [[συμπίπτω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>7.</b> [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]] («τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῑς τείχεσιν... συμβαίνειν οἱ τεχνῑται λέγουσι», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>8.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον, [[συναναστρέφομαι]] ευχάριστα («οὺ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> τάσσομαι με το [[μέρος]] κάποιου («συμβαίνειν ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων», Δίον. Αλ.)<br /><b>10.</b> [[παραστέκω]], [[βοηθώ]] κάποιον («ὅν οὐδαμοῡ φῄς οὐδὲ συμβῆναι ποδί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αντιστοιχώ]] με [[κάτι]] («ὁ [[χρόνος]] ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[πέφτω]] στον κλήρο κάποιου, [[τυχαίνω]] σε κάποιον («αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>13.</b> [[είμαι]] [[σύμβολο]] ή χαρακτηριστικό κάποιου («ξυνεβεβήκει... Ἀθηναίοις τοῡτο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> (για χρησμό) εκπληρώνομαι («καὶ δοκεῑ τὸ μαντεῑον [[τοὐναντίον]] ξυμβῆναι ἤ προσεδέχοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>15.</b> [[αποβαίνω]], [[καταλήγω]] («τὰ μητρὸς... ἔχθιστα συμβέβηκεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>16.</b> (σε [[λογική]] [[ακολουθία]]) [[έπομαι]] ως [[συμπέρασμα]]<br /><b>17.</b> (το ουδ. αόρ. ως ουσ.) επακόλουθο, [[αποτέλεσμα]]<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμβαίνω]] εἰς τὸ [[μέσον]]» — [[αποδέχομαι]] κάποιο συμβιβασμό (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «λόγοις [[συμβαίνω]]» — [[κάνω]] προφορική [[συμφωνία]] ή [[συνεννόηση]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τοῡ συμβαίνοντὸς ἐστι» — [[είναι]] καθημερινή [[υπόθεση]] <b>(Ισαί.)</b><br />δ) «[[συμβαίνω]] κακοῑς» — [[συνεργώ]] στην [[αύξηση]] τών κακών (<b>Ευρ.</b>).
| |