|
|
Line 18: |
Line 18: |
| {{bailly | | {{bailly |
| |btext=ή, όν :<br />conciliant.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιβάζω]]. | | |btext=ή, όν :<br />conciliant.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιβάζω]]. |
| }}
| |
| {{grml
| |
| |mltxt=-ή, -ό / [[συμβιβαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμβιβάζω]]<br />αυτός που συμβάλλει στον συμβιβασμό, που επιδιώκει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, [[διαλλακτικός]]<br /><b>2.</b> (για αφηρημ. έννοιες) [[ενδοτικός]], [[υποχωρητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συμβιβαστικώς]] / <i>συμβιβαστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμβιβαστικά</i> Ν<br />με [[τάση]] για συμβιβασμό, για [[συνδιαλλαγή]].
| |
| }} | | }} |
| {{grml | | {{grml |