συναπογράφομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1"
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=se faire inscrire avec, <i>càd</i> se mettre sur les rangs pour une candidature.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπογράφω]].
|btext=se faire inscrire avec, <i>càd</i> se mettre sur les rangs pour une candidature.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπογράφω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />(μσν. μόνον το ενεργ<br /><i>συναπογράφω</i>) [[αντιγράφω]], [[παριστάνω]] ακριβώς (α. «συναπογράφει καὶ τὰ βραχύτατα», <b>Ευστ.</b><br />β. «συναπογραφομένη [[πάντα]]», Πτολ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εγγράφω]] το όνομά μου [[μαζί]] με άλλους ως [[υποψήφιος]]<br /><b>2.</b> [[καταγράφω]] [[επίσης]] σε κατάλογο («συναπογραψάμενος καὶ τὴν γυναῑκά μου», πάπ.)<br /><b>3.</b> [[εγγράφω]] το όνομά μου [[μαζί]] με το όνομα ενός άλλου ως [[υποστηρικτής]] του, [[είμαι]] [[οπαδός]] κάποιου<br /><b>4.</b> [[απογράφω]] ή [[αντιγράφω]] [[μαζί]].
}}
}}
{{grml
{{grml