ἠνεκής: Difference between revisions

1b
(16)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠνεκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει, που οδηγεί [[μπροστά]], που εκτείνεται [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[εκτεταμένος]], [[πλατύς]], [[μακρύς]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἠνεκές</i><br />[[χωρίς]] [[διακοπή]], [[συνεχώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠνεκέως</i> (Α)<br />αδιάκοπα, [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[διηνεκής]].
|mltxt=[[ἠνεκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει, που οδηγεί [[μπροστά]], που εκτείνεται [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[εκτεταμένος]], [[πλατύς]], [[μακρύς]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἠνεκές</i><br />[[χωρίς]] [[διακοπή]], [[συνεχώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠνεκέως</i> (Α)<br />αδιάκοπα, [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[διηνεκής]].
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[διηνεκής]].
}}
}}