ἄπελος: Difference between revisions

1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄπελος]], το (Μ)<br />[[πληγή]] που δεν έχει επουλωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. [[πελάζω]] «[[πλησιάζω]]». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από <i>α</i>- στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το [[δέρμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερυσίπελας]] «[[φλεγμονή]] του δέρματος», [[πέλλα]], λατ. <i>pellis</i> «[[δέρμα]]»].
|mltxt=[[ἄπελος]], το (Μ)<br />[[πληγή]] που δεν έχει επουλωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι αρχαίοι συνέδεαν τη λ. με το ρ. [[πελάζω]] «[[πλησιάζω]]». Σύμφωνα με νεώτερες απόψεις, ο τ. προήλθε από <i>α</i>- στερ. και κάποιο ουσιαστικό που θα δήλωνε το [[δέρμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ερυσίπελας]] «[[φλεγμονή]] του δέρματος», [[πέλλα]], λατ. <i>pellis</i> «[[δέρμα]]»].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[wound]] (Call. Fr. 343).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. <b class="b3">α-</b>privans with <b class="b3">πέλας</b> [[skin]] or Lat. [[pello]] [[push]] is improbable. vW. Orbis 15 (1966) 256 compares Toch. B [[pīle]], A <b class="b2">päl</b> [[wound]], on which see Adams, Dict.; all very uncertain.
}}
}}