ἀφία: Difference between revisions

747 bytes added ,  2 January 2019
1
(7)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀφία]], η (Α)<br />το [[φυτό]] [[αφία]] η [[μεγανθής]], [[ζοχαδόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του Θεοφράστου με το <i>αφιέναι</i> (<i>το [[άνθος]]) του [[αφίημι]] «[[εκφύω]], [[παράγω]], [[βγάζω]] (για φυτά)» οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]] [[παρά]] την [[προσπάθεια]] να δικαιολογηθεί σημασιολογικά. Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. που υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με λατ. <i>apium</i> «[[σέλινο]]» και με ιλλυρ. <i>ap</i>- «[[νερό]]»].
|mltxt=[[ἀφία]], η (Α)<br />το [[φυτό]] [[αφία]] η [[μεγανθής]], [[ζοχαδόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του Θεοφράστου με το <i>αφιέναι</i> (<i>το [[άνθος]]) του [[αφίημι]] «[[εκφύω]], [[παράγω]], [[βγάζω]] (για φυτά)» οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]] [[παρά]] την [[προσπάθεια]] να δικαιολογηθεί σημασιολογικά. Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. που υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με λατ. <i>apium</i> «[[σέλινο]]» και με ιλλυρ. <i>ap</i>- «[[νερό]]»].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">lesser celandine, Ranunculus ficaria</b> (Thphr. HP 7, 7, 3).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The connection with <b class="b3">ἀφιέναι</b> (<b class="b3">τὸ ἄνθος</b>) in Thphr. is defended by Thiselton-Dyer, Journ. of Phil. 33, 206f.; doubtdul. Rather a loan. Krahe, Spr. Illyrier 44, connects Lat. [[apium]] [[parsley]] (further to <b class="b2">*ap-</b> [[water]]). Fur. 167 objects that these are quite different plants. He himself (330, with parallels for the <b class="b3">-ρ-</b>) proposes to compare <b class="b3">ἄφρισσα</b> <b class="b2">id.</b> (Apul. Herb. 15). Improbable vW.
}}
}}