ἐπιμήδιον: Difference between revisions

1b
mNo edit summary
(1b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμήδιον''': τό, Epimedium alpinum, «[[ἐπιμήδιον]] οἱ δὲ [[ἐρινεός]], οἱ δὲ θρυάς, οἱ δὲ πολύρριζον, Ῥωμαῖοι οὐϊνδίκτα [[καυλός]] ἐστιν οὐ [[μέγας]], κισσῷ παραπλήσια ἔχων φύλλα ὅσον ι΄ ἢ ιβ΄, [[οὔτε]] δὲ καρπὸν [[οὔτε]] [[ἄνθος]] φέρει· ῥίζαι δὲ λεπταί, οὗ [[μέγας]], κισσῷ παραπλήσια ἔχων φύλλα ὅσον ι΄ ἢ ιβ΄, [[οὔτε]] δὲ καρπὸν [[οὔτε]] [[ἄνθος]] φέρει· ῥίζαι δὲ λεπταί, μέλαιναι, βαρύοσμοι, γευσαμένῳ μωραὶ» Διοσκ. 4. 19, κλ.
|lstext='''ἐπιμήδιον''': τό, Epimedium alpinum, «[[ἐπιμήδιον]] οἱ δὲ [[ἐρινεός]], οἱ δὲ θρυάς, οἱ δὲ πολύρριζον, Ῥωμαῖοι οὐϊνδίκτα [[καυλός]] ἐστιν οὐ [[μέγας]], κισσῷ παραπλήσια ἔχων φύλλα ὅσον ι΄ ἢ ιβ΄, [[οὔτε]] δὲ καρπὸν [[οὔτε]] [[ἄνθος]] φέρει· ῥίζαι δὲ λεπταί, οὗ [[μέγας]], κισσῷ παραπλήσια ἔχων φύλλα ὅσον ι΄ ἢ ιβ΄, [[οὔτε]] δὲ καρπὸν [[οὔτε]] [[ἄνθος]] φέρει· ῥίζαι δὲ λεπταί, μέλαιναι, βαρύοσμοι, γευσαμένῳ μωραὶ» Διοσκ. 4. 19, κλ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: a plant (Dsc., Gal.)<br />Derivatives: also <b class="b3">-ίς -ίδος</b> f. <b class="b2">a kind of medlar (mespilus germanica) or pear</b>' (Dsc., Gal. a. o.) von <b class="b3">μῆλον</b> because of the resemblance to the apple. Strömberg Wortstudien 32f.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Also the property of the plant as parasie (?; Schmarotzerpflanze) may have caused the name; cf. synonymoaus [[ἁμαμηλίς]] and <b class="b3">ὁμομηλίς</b>.<br />See also: s. <b class="b3">μήδιον</b>
}}
}}