3,277,301
edits
(27) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νωπέομαι]] (Α)<br />[[γίνομαι]] [[κατηφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρήματος με τον τ. [[νάπη]] «[[δασώδης]] [[κοιλάδα]], [[φαράγγι]]» δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η [[σύνδεση]] του με τη [[γλώσσα]] «<i>νώψ</i><br />[[ἀσθενής]] τῇ ὄψει</i>». Το ρ., [[πάντως]], συνδέεται με τη λ. [[προνωπής]] «αυτός που γέρνει, που έχει το [[κεφάλι]] σκυμμένο»]. | |mltxt=[[νωπέομαι]] (Α)<br />[[γίνομαι]] [[κατηφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του ρήματος με τον τ. [[νάπη]] «[[δασώδης]] [[κοιλάδα]], [[φαράγγι]]» δεν ικανοποιεί [[ούτε]] από μορφολογική [[ούτε]] από σημασιολογική [[άποψη]]. Εξίσου αμφίβολη θεωρείται και η [[σύνδεση]] του με τη [[γλώσσα]] «<i>νώψ</i><br />[[ἀσθενής]] τῇ ὄψει</i>». Το ρ., [[πάντως]], συνδέεται με τη λ. [[προνωπής]] «αυτός που γέρνει, που έχει το [[κεφάλι]] σκυμμένο»]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to be downcast, δυσωπεῖσθαι</b> (IonHist., Phot.). <b class="b3">νενώπηται τεταπείνωται</b>, <b class="b3">καταπέπληκται</b> H., Phot.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Cf. <b class="b3">προνωπής</b>. Or from <b class="b3">νώψ ἀσθενης τῃ̃ ὄψει</b> H. (Bq)? | |||
}} | }} |