σόκκος: Difference between revisions

2b
(38)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ<br />[[είδος]] βρόχου που χρησίμευε για τη [[σύλληψη]] και [[κατακρήμνιση]] ιππέων από τον ίππο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης].
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ<br />[[είδος]] βρόχου που χρησίμευε για τη [[σύλληψη]] και [[κατακρήμνιση]] ιππέων από τον ίππο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[lasso]] Malalas about the Huns.<br />Derivatives: <b class="b3">σοκκεύω</b> <b class="b2">catch by the lasso</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown.
}}
}}