3,276,984
edits
(4b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Χάλυψ''': [ᾰ], -ῠβος, ὁ, πληθ. Χάλυβες, [[ἔθνος]] τι ἐν τῷ Πόντῳ, διάσημον διὰ τὴν παρασκευὴν τοῦ | |lstext='''Χάλυψ''': [ᾰ], -ῠβος, ὁ, πληθ. Χάλυβες, [[ἔθνος]] τι ἐν τῷ Πόντῳ, διάσημον διὰ τὴν παρασκευὴν τοῦ χάλυβος· οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες Αἰσχύλ. Πρ. 715, Ἡρόδ. 1. 28, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1· (περὶ ἑτέρου ἔθνους φέροντος τὸ αὐτὸ [[ὄνομα]], ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς 5. 5, 17, Στράβ. 549)· ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, χάλυψ, ἐσκληρωμένος [[σίδηρος]], κοινῶς «ἀτσάλι», Αἰσχύλ. Πρ. 133, Σοφ. Τρ. 1260· ὡς ἐπίθ., Νόνν. Διονυσ. 36. 182· - [[ὡσαύτως]] χάλυβος ὡς ὀνομαστική, χάλυβος Σκυθῶν [[ἄποικος]], ὁ χάλυψ, Αἰσχύλ. Θήβ. 729· τὸν ἐν Χαλύβοις σίδαρον Εὐρ. Ἄλκ. 983· χαλύβῳ πελέκει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475α. 6. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |