3,274,447
edits
m (Text replacement - "˙" to "·") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eftrepis | |Transliteration C=eftrepis | ||
|Beta Code=eu)treph/s | |Beta Code=eu)treph/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐτρεπές, ([[τρέπω]]) [[readily turning]]: hence generally, [[prepared]], [[ready]], εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι E.Ba.440; τοὐμὸν εὐ. πάρα ib.844; εὐτρεπῆ… τὸν κοντὸν ποιοῦ Epicr.10.4; δεῖπνον εὐ. Antiph.80.12; ἄριστον Men.Pk.117; τούτων εὐτρεπῶν γενομένων Plb.6.26.10; also of persons, εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς D.4.18; συνήγοροι… καθ' ἡμῶν εὐ. Id.21.112, cf. Com.Adesp.15.19 D.; εὐ. πρός τι D.H.2.3, Ph.1.174. Adv. [[εὐτρεπῶς]], [[εὐτρεπῶς ἔχειν]] = to [[be in a state of preparation]], D.1.21. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><i>litt.</i> qu'on peut tourner <i>ou</i> mettre en mouvement ; prêt, disponible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[gewandt]], [[rüstig]]</i>, bei Aesch. <i>Spt</i>. 89 [[varia lectio|v.l.]] für [[εὐπρεπής]]; <i>[[vorbereitet]], [[gerüstet]]</i>, Dem. 4.18; εὐτρεπές τι ποιεῖσθαι, <i>[[zurecht]]</i> [[machen]], Eur. <i>Bacch</i>. 440; <i>I.T</i>. 245 und [[öfter]]; τούτων εὐτρεπῶν γενομένων, [[nachdem]] dies [[vorbereitet]] war, Pol. 6.26.10, andere Spätere<br><b class="num">• Adv.</b>, [[εὐτρεπῶς]] [[ἔχει]] τὰ πράγματα Dem. 1.21; App. <i>Pun</i>. 18. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐτρεπής:''' досл. надлежащим образом повернутый, т. е. находящийся в полной готовности, вполне готовый (τὰ πρὸς τὴν οἰκοδομίαν Arst.; τούτων εὐτρεπῶν γενομένων Polyb.): τοὐμὸν εὐτρεπὲς ποιούμενος Eur. подготовив выполнение моей задачи; εὐ. [[παρεῖναι]] Eur. быть готовым. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐτρεπής''': -ές, ([[τρέπω]]) εὐκόλως τρεπόμενος· [[καθόλου]], ἕτοιμος, παρεσκευασμένος· συχνὸν παρ’ Εὐρ.· εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Βάκχ. 440· εὐτρ. παρεῖναι [[αὐτόθι]] 844, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], εὐτρεπῆ... τὸν κοντὸν ποίει Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2· [[δεῖπνον]] εὐτρεπὲς Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 2. 12· εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς Δημ. 45. 2· συνήγοροι... καθ’ ἡμῶν εὐτρεπεῖς ὁ αὐτ. 551. 17· εὐτρ. [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 2. 3. - Ἐπίρρ. εὐτρεπῶς ἔχω, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, Δημ. 15. 9 | |lstext='''εὐτρεπής''': -ές, ([[τρέπω]]) εὐκόλως τρεπόμενος· [[καθόλου]], ἕτοιμος, παρεσκευασμένος· συχνὸν παρ’ Εὐρ.· εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Βάκχ. 440· εὐτρ. παρεῖναι [[αὐτόθι]] 844, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]], εὐτρεπῆ... τὸν κοντὸν ποίει Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2· [[δεῖπνον]] εὐτρεπὲς Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 2. 12· εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς Δημ. 45. 2· συνήγοροι... καθ’ ἡμῶν εὐτρεπεῖς ὁ αὐτ. 551. 17· εὐτρ. [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. 2. 3. - Ἐπίρρ. [[εὐτρεπῶς]] ἔχω, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, Δημ. 15. 9. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτρεπής]], -ές)<br />[[έτοιμος]], παρασκευασμένος για κάποιο [[έργο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> <b>φρ.</b> «[[ευτρεπής]] [[άγκυρα]]» — η [[άγκυρα]] που αναδύθηκε από τη [[θάλασσα]], που απαλλάχθηκε από [[κάθε]] [[περιπλοκή]] της αλυσίδας της, που ξενέρισε, η νέτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /> | |mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτρεπής]], -ές)<br />[[έτοιμος]], παρασκευασμένος για κάποιο [[έργο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> <b>φρ.</b> «[[ευτρεπής]] [[άγκυρα]]» — η [[άγκυρα]] που αναδύθηκε από τη [[θάλασσα]], που απαλλάχθηκε από [[κάθε]] [[περιπλοκή]] της αλυσίδας της, που ξενέρισε, η νέτη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐτρεπῶς]] και [[εὐτρεπέως]] (Α)<br />φρ. «[[εὐτρεπῶς]] ἔχω» — [[είμαι]] [[έτοιμος]], [[είμαι]] [[προετοιμασμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[τρέπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐτρεπής:''' -ές ([[τρέπω]]), αυτός που εύκολα αλλάζει, που γυρίζει· γενικά, [[έτοιμος]], προετοιμασμένος, σε Ευρ.· <i>εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι</i>, στον ίδ.· επίρρ., [[εὐτρεπῶς]] ἔχειν, είμαι προετοιμασμένος, προπαρασκευσμένος, σε Δημ. | |lsmtext='''εὐτρεπής:''' -ές ([[τρέπω]]), αυτός που εύκολα αλλάζει, που γυρίζει· γενικά, [[έτοιμος]], προετοιμασμένος, σε Ευρ.· <i>εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι</i>, στον ίδ.· επίρρ., [[εὐτρεπῶς]] ἔχειν, είμαι προετοιμασμένος, προπαρασκευσμένος, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=εὐ-τρεπής, ές [[τρέπω]]<br />[[readily]] [[turning]]: [[generally]], [[ready]], Eur.; εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Eur.:—adv., [[εὐτρεπῶς]] ἔχειν to be in a [[state]] of [[preparation]], Dem. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[prepared]], [[ready]], [[in trim]], [[ready to hand]] | |||
}} | }} |