3,277,055
edits
(2) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κουρίξ''': Ἐπίρρ. (κουρὰ) ἐκ τῆς [[κόμης]], «κουρὶξ τῶν [[ἅπαξ]] εἰρημένων..., σημαίνει δὲ τὸ τῆς [[κόμης]] λαβέσθαι, [[ἔνιοι]] δέ, κουρικῶς, οἶον νεανικῶς» (Ἀπολλ. Λεξ.) | |lstext='''κουρίξ''': Ἐπίρρ. (κουρὰ) ἐκ τῆς [[κόμης]], «κουρὶξ τῶν [[ἅπαξ]] εἰρημένων..., σημαίνει δὲ τὸ τῆς [[κόμης]] λαβέσθαι, [[ἔνιοι]] δέ, κουρικῶς, οἶον νεανικῶς» (Ἀπολλ. Λεξ.)· ἔρυσαν δέ μιν [[εἴσω]] κουρὶξ Ὀδ. Χ. 188· κ. ἕλκεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 18. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |