κουρίξ: Difference between revisions

No change in size ,  6 January 2019
m
Text replacement - "˙" to "·"
(2)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κουρίξ''': Ἐπίρρ. (κουρὰ) ἐκ τῆς [[κόμης]], «κουρὶξ τῶν [[ἅπαξ]] εἰρημένων..., σημαίνει δὲ τὸ τῆς [[κόμης]] λαβέσθαι, [[ἔνιοι]] δέ, κουρικῶς, οἶον νεανικῶς» (Ἀπολλ. Λεξ.)˙ ἔρυσαν δέ μιν [[εἴσω]] κουρὶξ Ὀδ. Χ. 188˙ κ. ἕλκεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 18.
|lstext='''κουρίξ''': Ἐπίρρ. (κουρὰ) ἐκ τῆς [[κόμης]], «κουρὶξ τῶν [[ἅπαξ]] εἰρημένων..., σημαίνει δὲ τὸ τῆς [[κόμης]] λαβέσθαι, [[ἔνιοι]] δέ, κουρικῶς, οἶον νεανικῶς» (Ἀπολλ. Λεξ.)· ἔρυσαν δέ μιν [[εἴσω]] κουρὶξ Ὀδ. Χ. 188· κ. ἕλκεσθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 18.
}}
}}
{{bailly
{{bailly