κνίσμα: Difference between revisions

No change in size ,  6 January 2019
m
Text replacement - "˙" to "·"
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κνίσμα''': τό, ([[κνίζω]]) ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, μικρὰ τεμάχια, «κομματάκια», μή που κνίσματ’ ὄνυξιν ἔχει; Ἀνθ. Π. 12. 67˙ [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., ἐπὶ τῶν ἢ ἐρίδων τῶν ἐρώντων, τὰ ποθεύντων κνίσματα [[αὐτόθι]] 7. 129, κτλ.
|lstext='''κνίσμα''': τό, ([[κνίζω]]) ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, μικρὰ τεμάχια, «κομματάκια», μή που κνίσματ’ ὄνυξιν ἔχει; Ἀνθ. Π. 12. 67· [[ἐντεῦθεν]] μεταφορ., ἐπὶ τῶν ἢ ἐρίδων τῶν ἐρώντων, τὰ ποθεύντων κνίσματα [[αὐτόθι]] 7. 129, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly