3,274,921
edits
(19) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />εμπορική [[ονομασία]] ξύλου αμερικανικής προελεύσεως που έχει λεπτές ίνες, [[είναι]] μαλακό και χρησιμοποιείται στη λεπτουργική. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η<br />εμπορική [[ονομασία]] ξύλου αμερικανικής προελεύσεως που έχει λεπτές ίνες, [[είναι]] μαλακό και χρησιμοποιείται στη λεπτουργική.<br /><b>(II)</b><br />και κανέλλα 1. [[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας κανελλίδες<br /><b>2.</b> [[δημώδης]] [[ονομασία]] του τροπικού φυτού [[κιννάμωμον]]<br /><b>3.</b> ο [[αρωματικός]] [[φλοιός]] του φυτού [[κιννάμωμο]] που χρησιμοποιείται ως [[μπαχαρικό]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «από την Πόλη [[έρχομαι]] και στην [[κορφή]] [[κανέλα]]» — γι' αυτούς που λεν ασυναρτησίες, άσχετα [[μεταξύ]] τους πράγματα, αβάσιμα επιχειρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>cann</i>-<i>ella</i>, υποκορ. του λατ. <i>canna</i> «[[καλάμι]]» <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. [[κάννα]] «[[καλάμι]]»]. | ||
}} | }} |