μήτις: Difference between revisions

18 bytes removed ,  9 January 2019
m
Text replacement - "————————" to "<br />"
(3)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μῆτις]], -ιος και, αττ. γεν., -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[φρόνηση]], [[σύνεση]], [[ευφυΐα]], [[ικανότητα]] κάποιου να συμβουλεύει<br /><b>2.</b> [[ικανότητα]] ποιητή<br /><b>3.</b> [[πανουργία]]<br /><b>4.</b> [[συμβουλή]], [[γνώμη]], [[σχέδιο]], [[επιχείρηση]]<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μῆτις</i><br />η πρώτη [[σύζυγος]] του [[Διός]], η οποία ήταν [[μητέρα]] της Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>μῆ</i>-<i>τις</i> ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>m</i><i>ē</i>-<i>ti</i>- «[[μέτρο]], [[εξυπνάδα]]» <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ē</i>- /<i>m</i><i>ә</i><sub>1</sub> «[[μετρώ]], [[ορίζω]]». Πρόκειται για ουσ. που αρχικά δήλωνε την [[ενέργεια]] του ρήματος (<b>[[πρβλ]].</b> [[επίθημα]] -<i>τι</i>-<i>ς</i>, που δεν συριστικοποιήθηκε λόγω της αρχαϊκότητας της λ.) και έχει λάβει τη σημ. «της πρακτικής νοημοσύνης, της πανουργίας». Η λ. αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i><i>ti</i>- «[[μέτρο]], [[ακριβής]] [[γνώση]]», αγγλοσαξ. <i>mœd</i> «[[μέτρο]]» και συνδέεται με το λατ. <i>m</i><i>ē</i><i>tior</i> «[[μετρώ]] και με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i><i>ti</i>, <i>mi</i>-<i>m</i><i>ā</i>-<i>ti</i> «[[μετρώ]]». Επίσης συνδέεται με τα γοτθ. <i>m</i><i>ē</i><i>l</i> «[[χρόνος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>m</i><i>ā</i><i>l</i> «[[στιγμή]]», αρχ. σλαβ. <i>m</i><i>ě</i><i>ra</i> «[[μέτρο]]» και με τους τ. [[μέτρον]], [[μήτρα]] (ΙΙ) «[[κτηματολόγιο]]» και τα ρήματα [[μέδω]] / [[μήδομαι]]].———————— <b>(II)</b><br />[[μήτις]], -ι και μή τις, μή τι (Α)<br /><b>1.</b> [[κανένας]], [[ούτε]] [[ένας]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[μήτι]]<br />(<b>ως επίρρ.</b>) α) (συν. για να εκφράσει [[ευχή]] ή και [[μετά]] από ρήματα που εκφράζουν φόβο) μη [[τυχόν]], μη [[καθόλου]] (α. «ὄλοιντο - μή τι πάντες οἱ κακοί», <b>Σοφ.</b><br />β. «[[δείδω]] μή τι πάθησιν ἐνὶ Τρώεσσι μονωθείς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (συν. σε [[ευθεία]] ή [[πλάγια]] [[ερώτηση]]) [[μήπως]] [[κατά]] κάποιον τρόπο, μη ίσως («μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλήν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μή τι γε» — πολύ λιγότερο («οὐδὲ [[στρατιώτης]] οὗτός γε οὐδενός ἐστιν [[ἄξιος]], μή τι γε τῶν ἄλλων [[ἡγεμών]]», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μή</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τίς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ού</i>-<i>τις</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μῆτις]], -ιος και, αττ. γεν., -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[φρόνηση]], [[σύνεση]], [[ευφυΐα]], [[ικανότητα]] κάποιου να συμβουλεύει<br /><b>2.</b> [[ικανότητα]] ποιητή<br /><b>3.</b> [[πανουργία]]<br /><b>4.</b> [[συμβουλή]], [[γνώμη]], [[σχέδιο]], [[επιχείρηση]]<br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Μῆτις</i><br />η πρώτη [[σύζυγος]] του [[Διός]], η οποία ήταν [[μητέρα]] της Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>μῆ</i>-<i>τις</i> ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>m</i><i>ē</i>-<i>ti</i>- «[[μέτρο]], [[εξυπνάδα]]» <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ē</i>- /<i>m</i><i>ә</i><sub>1</sub> «[[μετρώ]], [[ορίζω]]». Πρόκειται για ουσ. που αρχικά δήλωνε την [[ενέργεια]] του ρήματος (<b>[[πρβλ]].</b> [[επίθημα]] -<i>τι</i>-<i>ς</i>, που δεν συριστικοποιήθηκε λόγω της αρχαϊκότητας της λ.) και έχει λάβει τη σημ. «της πρακτικής νοημοσύνης, της πανουργίας». Η λ. αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i><i>ti</i>- «[[μέτρο]], [[ακριβής]] [[γνώση]]», αγγλοσαξ. <i>mœd</i> «[[μέτρο]]» και συνδέεται με το λατ. <i>m</i><i>ē</i><i>tior</i> «[[μετρώ]] και με αρχ. ινδ. <i>m</i><i>ā</i><i>ti</i>, <i>mi</i>-<i>m</i><i>ā</i>-<i>ti</i> «[[μετρώ]]». Επίσης συνδέεται με τα γοτθ. <i>m</i><i>ē</i><i>l</i> «[[χρόνος]]», αρχ. άνω γερμ. <i>m</i><i>ā</i><i>l</i> «[[στιγμή]]», αρχ. σλαβ. <i>m</i><i>ě</i><i>ra</i> «[[μέτρο]]» και με τους τ. [[μέτρον]], [[μήτρα]] (ΙΙ) «[[κτηματολόγιο]]» και τα ρήματα [[μέδω]] / [[μήδομαι]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μήτις]], -ι και μή τις, μή τι (Α)<br /><b>1.</b> [[κανένας]], [[ούτε]] [[ένας]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ.</b>) [[μήτι]]<br />(<b>ως επίρρ.</b>) α) (συν. για να εκφράσει [[ευχή]] ή και [[μετά]] από ρήματα που εκφράζουν φόβο) μη [[τυχόν]], μη [[καθόλου]] (α. «ὄλοιντο - μή τι πάντες οἱ κακοί», <b>Σοφ.</b><br />β. «[[δείδω]] μή τι πάθησιν ἐνὶ Τρώεσσι μονωθείς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (συν. σε [[ευθεία]] ή [[πλάγια]] [[ερώτηση]]) [[μήπως]] [[κατά]] κάποιον τρόπο, μη ίσως («μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλήν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μή τι γε» — πολύ λιγότερο («οὐδὲ [[στρατιώτης]] οὗτός γε οὐδενός ἐστιν [[ἄξιος]], μή τι γε τῶν ἄλλων [[ἡγεμών]]», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μή</i> <span style="color: red;">+</span> <i>τίς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ού</i>-<i>τις</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm