3,277,002
edits
(5) |
(1ab) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταχρώζω:''' ή χρώννῠμι, μέλ. <i>-χρώσω</i>, [[χρωματίζω]] — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ. | |lsmtext='''καταχρώζω:''' ή χρώννῠμι, μέλ. <i>-χρώσω</i>, [[χρωματίζω]] — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=or -χρώννῢμι fut. -χρώσω<br />to [[colour]]:— Pass. to be stained, Eur. | |||
}} | }} |