καταχρώζω: Difference between revisions

1ab
(5)
(1ab)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχρώζω:''' ή χρώννῠμι, μέλ. <i>-χρώσω</i>, [[χρωματίζω]] — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ.
|lsmtext='''καταχρώζω:''' ή χρώννῠμι, μέλ. <i>-χρώσω</i>, [[χρωματίζω]] — Παθ., κηλιδώνομαι, στιγματίζομαι, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=or -χρώννῢμι fut. -χρώσω<br />to [[colour]]:— Pass. to be stained, Eur.
}}
}}