ἄκρος: Difference between revisions

31 bytes removed ,  9 January 2019
m
no edit summary
(1a)
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ἄκρος]] ([[ἄκρον]] acc.: -ας, -ᾳ, -αν; -ᾶν, -αις; ον acc.: -οτάτῳ.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> lit. [[highest]] Ζηνὸς ἐπ' ᾰκροτάτῳ βωμῷ (O. 6.70) ἀπ' ἄκρας Ταινάρου i. e. the [[headland]] of Tainaron (P. 4.174) καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]α ὀρέων [[ὕπερ]] ἔστα (supp. Meineke.) fr. 51a. 3. πατέρος [[Ἀθαναία]] κορυφὰν κατ' ᾰκραν ἀνορούσαισ on the [[highest]] [[part]] of (O. 7.36) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> met. νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς (O. 13.15) [[ποτὶ]] γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις [[τέλος]] [[ἔμμεν]] ᾰκρον (P. 9.118) ἔστιν δ' [[ἀφάνεια]] τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν [[τέλος]] [[ἄκρον]] [[ἱκέσθαι]] (I. 4.32) ἀμνάμονες δὲ βροτοί, [[ὅ τι]] μὴ σοφίας [[ἄωτον]] [[ἄκρον]] κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν (I. 7.18) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> of [[time]], [[first]], [[foremost]], earliest ἀκρᾶν βαθμίδων [[ἄπο]] (P. 5.7) ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ (P. 11.10) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> met., pro subs., [[peak]], [[summit]] [[τίς]] [[ἄκρον]] ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; (P. 11.55) ἔστι δἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας [[ἄκρον]] (N. 1.11) [[ἐπεί]] οἱ [[τρεῖς]] ἀεθλοφόροι πρὸς [[ἄκρον]] ἀρετᾶς [[ἦλθον]] (N. 6.23) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> dub. ἦ γὰρ αὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[ θῆ]κε. (supp. Snell.) Δ. 4. 40.
|sltr=[[ἄκρος]] ([[ἄκρον]] acc.: -ας, -ᾳ, -αν; -ᾶν, -αις; ον acc.: -οτάτῳ.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> lit. [[highest]] Ζηνὸς ἐπ' ᾰκροτάτῳ βωμῷ (O. 6.70) ἀπ' ἄκρας Ταινάρου i. e. the [[headland]] of Tainaron (P. 4.174) καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]α ὀρέων [[ὕπερ]] ἔστα (supp. Meineke.) fr. 51a. 3. πατέρος [[Ἀθαναία]] κορυφὰν κατ' ᾰκραν ἀνορούσαισ on the [[highest]] [[part]] of (O. 7.36) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> met. νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς (O. 13.15) [[ποτὶ]] γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε κοσμήσαις [[τέλος]] [[ἔμμεν]] ᾰκρον (P. 9.118) ἔστιν δ' [[ἀφάνεια]] τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν [[τέλος]] [[ἄκρον]] [[ἱκέσθαι]] (I. 4.32) ἀμνάμονες δὲ βροτοί, [[ὅ τι]] μὴ σοφίας [[ἄωτον]] [[ἄκρον]] κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν (I. 7.18) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> of [[time]], [[first]], [[foremost]], earliest ἀκρᾶν βαθμίδων [[ἄπο]] (P. 5.7) ἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ (P. 11.10) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b> met., pro subs., [[peak]], [[summit]] [[τίς]] [[ἄκρον]] ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; (P. 11.55) ἔστι δἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας [[ἄκρον]] (N. 1.11) [[ἐπεί]] οἱ [[τρεῖς]] ἀεθλοφόροι πρὸς [[ἄκρον]] ἀρετᾶς [[ἦλθον]] (N. 6.23) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> dub. ἦ γὰρ αὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[ θῆ]κε. (supp. Snell.) Δ. 4. 40.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἄκρος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[άκρη]], [[ακρινός]], [[ακριανός]], [[ακραίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό της ιδιότητας του, [[πρώτος]], [[υπέροχος]], [[έξοχος]]<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις) [[απόλυτος]], [[πλήρης]], [[τέλειος]]<br /><b>4.</b> (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον πληθ.) <i>άκροι</i> (<i>όροι</i>)<br />ο [[πρώτος]] και ο [[τελευταίος]] όρος μιας πεπερασμένης ακολουθίας<br /><b>5.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἄκρως</i><br />σε μεγάλο βαθμό, υπερβολικά, απόλυτα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τελευταίος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[υπερβολικός]], τών [[άκρων]], [[αδιάλλακτος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[άκρον]] [[άωτον]]» το ανώτατο [[σημείο]] μιας καταστάσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], ο [[υψηλός]]<br /><b>2.</b> (και με τοπική σημ.) [[ανώτατος]], [[απώτατος]], [[εξώτατος]] ([[κυρίως]] για τα [[μέλη]] του σώματος)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[επιφάνεια]]<br /><b>4.</b> [[ενδότατος]], [[μύχιος]]<br /><b>5.</b> (για χρονική περίοδο) προχωρημένος, [[πλήρης]], [[αλλά]] και αυτό που [[μόλις]] αρχίζει<br /><b>6.</b> (για ανθρώπους) <i>οἱ ἄκροι</i><br />οι καλοί και οι κακοί (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ἄκρον]] α) στην [[κορυφή]] ή στην [[επιφάνεια]]<br />β) υπερβολικά<br /><b>8.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἄκρως</i> [[κατά]] την [[άκρη]], την [[κορυφή]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκρον]] τῆς χειρὸς</i>» (ή «<i>τοῡ ποδός</i>»), το [[δάχτυλο]]<br />«<i>ἐπ</i>’ [[ἄκρων]] δακτύλων</i>», [[ακροποδητί]]<br />«<i>οὐκ ἀπ</i>’ <i>ἄκρας φρενός</i>», από το [[βάθος]] της καρδιάς, [[ολόψυχα]]<br />«[[ἄκρος]] ὀργήν</i>», [[ευέξαπτος]], [[οξύθυμος]]<br />«<i>ψυχὴν οὐκ [[ἄκρος]]», όχι [[ισχυρός]] στον νου, [[χωρίς]] μεγάλες διανοητικές ικανότητες<br /><b>10.</b> στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀκρόδαμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἄκρος]] προέρχεται από την ΙΕ <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]» επαυξημένη με το [[επίθημα]] -<i>ρο</i>-: <i>ἄκ</i>-<i>ρο</i>-<i>ς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και λατ. <i>ā</i><i>cer</i>, <i>acris</i> «[[οξύς]]», αρχ. ινδ. <i>asri</i><br />«[[γωνία]], [[κόχη]]»). Αρα ετυμολογικά το [[ἄκρος]] συνδέεται με τα [[πολλά]] ομόρριζα της ρ. <i>ακ</i>- τα <i>ἀκή</i>, [[ἄκων]], <i>ἄκμη</i>, [[ἄκμων]], [[ἄκαινα]], <i>ἀκὶς</i> κ.ά. Σημασιολογικά το [[ἄκρος]] δήλωνε «τον ακρινό, τον ευρισκόμενο στην [[άκρη]]», άρα, κατ’ [[επέκταση]], «τον ακραίο», «τον απώτατο», «τον υπέρτατο», «τον έσχατο». Αυτή η «οριακή [[έννοια]]» του [[ἄκρος]] οδήγησε σε διάφορες σημασιολογικές εξελίξεις, όπως [[κυρίως]] εμφανίζονται σε [[σύνθετα]] με α' συνθ. το <i>ἄκρο</i>- <b>βλ. λ.</b> με υποκοριστική και επιτατική [[σημασία]]. Ο [[τονισμός]] του επιθέτου [[ἄκρος]] ([[αντί]] <i>ἀκρὸς</i>) οδήγησε στην [[υπόθεση]] πως η λ. ξεκίνησε από ουσιαστικό που εξελίχθηκε σε [[επίθετο]]. Οπωσδήποτε χρήσεις του επιθέτου ως ουσιαστικού, χρήσεις υστερογενείς [[μάλλον]] [[παρά]] υπολείμματα μιας αρχικής λειτουργίας της λ. [[ἄκρος]] ως ουσιαστικού, αντιπροσωπεύονται από το θηλ. [[ἄκρα]] και το ουδ. [[ἄκρον]] / [[ἄκρα]]. Τέλος, τόσο στην αρχαία όσο και στη μεσαιωνική και νεώτερη ελληνική, το επίθ. [[ἄκρος]] από κοινού με τις ουσιαστικοποιημένες του μορφές (η [[ἄκρα]] / <i>ἄκρη</i>, το [[ἄκρον]] / [[ἄκρα]]) δημιούργησαν [[πλήθος]] συνθέτων με α' συνθ. το <i>ἀκρο</i>- <b>βλ. λ.</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκραῖος]], [[ἀκρία]], <i>ἄκρο</i>(ν), [[ἀκρότης]] (-<i>ητα</i>), <i>ἀκρωτήριο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἄκρα]], <i>ἀκρίξω</i>, [[ἄκρις]], [[ἄκρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκρα]], [[ακριμιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>δείλ</i>-<i>ακρος</i>, <i>ὕπ</i>-<i>ακρος</i>, [[ὑπέρ]]-<i>ακρος κάτ</i>-<i>ακρος</i>].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἄκρος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[άκρη]], [[ακρινός]], [[ακριανός]], [[ακραίος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό της ιδιότητας του, [[πρώτος]], [[υπέροχος]], [[έξοχος]]<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις) [[απόλυτος]], [[πλήρης]], [[τέλειος]]<br /><b>4.</b> (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον πληθ.) <i>άκροι</i> (<i>όροι</i>)<br />ο [[πρώτος]] και ο [[τελευταίος]] όρος μιας πεπερασμένης ακολουθίας<br /><b>5.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἄκρως</i><br />σε μεγάλο βαθμό, υπερβολικά, απόλυτα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τελευταίος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) [[υπερβολικός]], τών [[άκρων]], [[αδιάλλακτος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[άκρον]] [[άωτον]]» το ανώτατο [[σημείο]] μιας καταστάσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], ο [[υψηλός]]<br /><b>2.</b> (και με τοπική σημ.) [[ανώτατος]], [[απώτατος]], [[εξώτατος]] ([[κυρίως]] για τα [[μέλη]] του σώματος)<br /><b>3.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[επιφάνεια]]<br /><b>4.</b> [[ενδότατος]], [[μύχιος]]<br /><b>5.</b> (για χρονική περίοδο) προχωρημένος, [[πλήρης]], [[αλλά]] και αυτό που [[μόλις]] αρχίζει<br /><b>6.</b> (για ανθρώπους) <i>οἱ ἄκροι</i><br />οι καλοί και οι κακοί (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>)<br /><b>7.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[ἄκρον]] α) στην [[κορυφή]] ή στην [[επιφάνεια]]<br />β) υπερβολικά<br /><b>8.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἄκρως</i> [[κατά]] την [[άκρη]], την [[κορυφή]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[ἄκρον]] τῆς χειρὸς</i>» (ή «<i>τοῡ ποδός</i>»), το [[δάχτυλο]]<br />«<i>ἐπ’ [[ἄκρων]] δακτύλων</i>», [[ακροποδητί]]<br />«<i>οὐκ ἀπ</i>’ <i>ἄκρας φρενός</i>», από το [[βάθος]] της καρδιάς, [[ολόψυχα]]<br />«[[ἄκρος]] ὀργήν</i>», [[ευέξαπτος]], [[οξύθυμος]]<br />«ψυχὴν οὐκ [[ἄκρος]]», όχι [[ισχυρός]] στον νου, [[χωρίς]] μεγάλες διανοητικές ικανότητες<br /><b>10.</b> στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀκρόδαμος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἄκρος]] προέρχεται από την ΙΕ <i>ακ</i>- «[[οξύς]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]]» επαυξημένη με το [[επίθημα]] -<i>ρο</i>-: <i>ἄκ</i>-<i>ρο</i>-<i>ς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και λατ. <i>ā</i><i>cer</i>, <i>acris</i> «[[οξύς]]», αρχ. ινδ. <i>asri</i><br />«[[γωνία]], [[κόχη]]»). Αρα ετυμολογικά το [[ἄκρος]] συνδέεται με τα [[πολλά]] ομόρριζα της ρ. <i>ακ</i>- τα <i>ἀκή</i>, [[ἄκων]], <i>ἄκμη</i>, [[ἄκμων]], [[ἄκαινα]], <i>ἀκὶς</i> κ.ά. Σημασιολογικά το [[ἄκρος]] δήλωνε «τον ακρινό, τον ευρισκόμενο στην [[άκρη]]», άρα, κατ’ [[επέκταση]], «τον ακραίο», «τον απώτατο», «τον υπέρτατο», «τον έσχατο». Αυτή η «οριακή [[έννοια]]» του [[ἄκρος]] οδήγησε σε διάφορες σημασιολογικές εξελίξεις, όπως [[κυρίως]] εμφανίζονται σε [[σύνθετα]] με α' συνθ. το <i>ἄκρο</i>- <b>βλ. λ.</b> με υποκοριστική και επιτατική [[σημασία]]. Ο [[τονισμός]] του επιθέτου [[ἄκρος]] ([[αντί]] <i>ἀκρὸς</i>) οδήγησε στην [[υπόθεση]] πως η λ. ξεκίνησε από ουσιαστικό που εξελίχθηκε σε [[επίθετο]]. Οπωσδήποτε χρήσεις του επιθέτου ως ουσιαστικού, χρήσεις υστερογενείς [[μάλλον]] [[παρά]] υπολείμματα μιας αρχικής λειτουργίας της λ. [[ἄκρος]] ως ουσιαστικού, αντιπροσωπεύονται από το θηλ. [[ἄκρα]] και το ουδ. [[ἄκρον]] / [[ἄκρα]]. Τέλος, τόσο στην αρχαία όσο και στη μεσαιωνική και νεώτερη ελληνική, το επίθ. [[ἄκρος]] από κοινού με τις ουσιαστικοποιημένες του μορφές (η [[ἄκρα]] / <i>ἄκρη</i>, το [[ἄκρον]] / [[ἄκρα]]) δημιούργησαν [[πλήθος]] συνθέτων με α' συνθ. το <i>ἀκρο</i>- <b>βλ. λ.</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκραῖος]], [[ἀκρία]], <i>ἄκρο</i>(ν), [[ἀκρότης]] (-<i>ητα</i>), <i>ἀκρωτήριο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἄκρα]], <i>ἀκρίξω</i>, [[ἄκρις]], [[ἄκρων]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκρα]], [[ακριμιός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>δείλ</i>-<i>ακρος</i>, <i>ὕπ</i>-<i>ακρος</i>, [[ὑπέρ]]-<i>ακρος κάτ</i>-<i>ακρος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=-α</b>, <b class="b3">-ον<br />Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">at the farthest point, topmost, outermost</b> (Il.). Old <b class="b3">ἄκρα</b> f., <b class="b3">ἄκρον</b> n. <b class="b2">highest or farthest point, headland, cape</b>; Hom. <b class="b3">κατ</b>' <b class="b3">ἄκρης</b> (<b class="b3">πόλιος</b>) <b class="b2">from the highest point down</b> hence [[completely]], [[utterly]], also <b class="b3">κατ</b>' <b class="b3">ἄκρηθεν</b> (which became <b class="b3">κατὰ κρῆθεν</b> through association with <b class="b3">κάρα</b>), s. Leumann Hom. Wörter 56ff.<br />Compounds: <b class="b3">ἀκρόπολις</b> (Od.; the Iliad still has <b class="b3">ἄκρη πόλις</b>, Frisk IF 52, 282ff., Risch IF 59, 20); <b class="b3">ἀκραής</b> often interpreted as <b class="b2">blowing vehemently</b>, but prob. orig.`blowing on\/from the heights'.<br />Derivatives: <b class="b3">ἄκρις</b>, <b class="b3">-ιος</b> f. <b class="b2">hill-top, mountain peak</b> (Od.), always pl.; s. on [[ὄκρις]]. <b class="b3">ἀκραῖος</b> <b class="b2">dwelling on heights</b>.<br />Origin: IE [Indo-European] [18] <b class="b2">*h₂eḱ-</b> <b class="b2">sharp, pointed; stone (?)</b><br />Etymology: The root <b class="b2">*h₂eḱ-</b> is widespread in IE, and ther are several <b class="b2">r-</b>derivatives: Skt. <b class="b2">áśri-</b> f. <b class="b2">corner, sharp side</b>, <b class="b2">catur-aśra-</b> [[quadrangular]], Lat. [[ācer]], <b class="b2">-ris</b>, <b class="b2">-re</b> (with unexplained length), W. PN [[Aχrotalus]] <b class="b2">with high forehead</b>, OIr. <b class="b2">ér</b> [[high]], OLith. [[aštras]], OCS [[ostrъ]] [[sharp]]. (For <b class="b2">akro-</b> in Illyrian s. Krahe Pannonia 1937, 310 n. 40, Karg WuS NF. 4, 183.) - Heth. <b class="b2">ḫekur</b> <b class="b2">rock(point)</b> is unrelated. - See further <b class="b3">ἀκη</b>, [[ἀκμή]] and [[ὄκρις]]. Connection with the root <b class="b2">*h₂eḱ-</b> was often unjustly assumed by modern scholarship, see e.g. [[ἀκαλήφη]], <b class="b3">ἀκόστη</b>, [[ἄκορνα]], <b class="b3">ἀκριβής</b>.
|etymtx=-α, -ον<br />Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">at the farthest point, topmost, outermost</b> (Il.). Old <b class="b3">ἄκρα</b> f., <b class="b3">ἄκρον</b> n. <b class="b2">highest or farthest point, headland, cape</b>; Hom. <b class="b3">κατ</b>' <b class="b3">ἄκρης</b> (<b class="b3">πόλιος</b>) <b class="b2">from the highest point down</b> hence [[completely]], [[utterly]], also <b class="b3">κατ</b>' <b class="b3">ἄκρηθεν</b> (which became <b class="b3">κατὰ κρῆθεν</b> through association with <b class="b3">κάρα</b>), s. Leumann Hom. Wörter 56ff.<br />Compounds: <b class="b3">ἀκρόπολις</b> (Od.; the Iliad still has <b class="b3">ἄκρη πόλις</b>, Frisk IF 52, 282ff., Risch IF 59, 20); <b class="b3">ἀκραής</b> often interpreted as <b class="b2">blowing vehemently</b>, but prob. orig.`blowing on\/from the heights'.<br />Derivatives: <b class="b3">ἄκρις</b>, <b class="b3">-ιος</b> f. <b class="b2">hill-top, mountain peak</b> (Od.), always pl.; s. on [[ὄκρις]]. <b class="b3">ἀκραῖος</b> <b class="b2">dwelling on heights</b>.<br />Origin: IE [Indo-European] [18] <b class="b2">*h₂eḱ-</b> <b class="b2">sharp, pointed; stone (?)</b><br />Etymology: The root <b class="b2">*h₂eḱ-</b> is widespread in IE, and ther are several <b class="b2">r-</b>derivatives: Skt. <b class="b2">áśri-</b> f. <b class="b2">corner, sharp side</b>, <b class="b2">catur-aśra-</b> [[quadrangular]], Lat. [[ācer]], <b class="b2">-ris</b>, <b class="b2">-re</b> (with unexplained length), W. PN [[Aχrotalus]] <b class="b2">with high forehead</b>, OIr. <b class="b2">ér</b> [[high]], OLith. [[aštras]], OCS [[ostrъ]] [[sharp]]. (For <b class="b2">akro-</b> in Illyrian s. Krahe Pannonia 1937, 310 n. 40, Karg WuS NF. 4, 183.) - Heth. <b class="b2">ḫekur</b> <b class="b2">rock(point)</b> is unrelated. - See further <b class="b3">ἀκη</b>, [[ἀκμή]] and [[ὄκρις]]. Connection with the root <b class="b2">*h₂eḱ-</b> was often unjustly assumed by modern scholarship, see e.g. [[ἀκαλήφη]], <b class="b3">ἀκόστη</b>, [[ἄκορνα]], <b class="b3">ἀκριβής</b>.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἀκή I]<br /><b class="num">I.</b> at the [[furthest]] [[point]], and so [[either]] [[topmost]] = Lat. [[summus]], or [[outermost]] = Lat. [[extremus]]:<br /><b class="num">1.</b> [[highest]], [[topmost]], ἐν ἄκρηι πόλει = ἐν ἀκροπόλει, Il.; [[μέλαν]] [[ὕδωρ]] [[ἄκρον]] at its [[surface]], Il., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[outermost]], [[ἄκρη]] [[χείρ]], ἄκροι πόδες, [[ἄκρος]] [[ὦμος]] the end of the [[hand]], ends of the feet, tip of the [[shoulder]], Il., Thuc.; ἐπ' [[ἄκρων]] [δακτύλων] on tiptoe, Soph.; ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις with the [[outermost]] edges of the [[sail]], i. e. under [[close]]-reefed sails, Eur.<br /><b class="num">II.</b> of [[Time]], it denotes completeness, ἄκραι σὺν ἑσπέραι [[when]] eve was [[fully]] [[come]], Pind.; ἄκρας νυκτός at [[dead]] of [[night]], Soph.<br /><b class="num">III.</b> of Degree, the [[highest]] in its [[kind]], [[exceeding]] [[good]], [[consummate]], [[excellent]]: of persons, Hdt., etc.; [[ἄκρος]] [[μάντις]] Soph.:—often with an acc. modi added, ψυχὴν οὐκ [[ἄκρος]] not [[strong]] in [[mind]], Hdt.; ἄκροι τὰ πολέμια, [[skilful]] in war, Hdt., etc.; also c. gen. modi, οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως Plat.; also, [[ἄκρος]] εἰς or [[περί]] τι Plat.<br /><b class="num">IV.</b> as Subst., v. [[ἄκρα]], [[ἄκρον]].<br /><b class="num">V.</b> neut. as adv. on the top or [[surface]], [[just]], [[ἄκρον]] ἐπὶ ῥηγμῖνος on the [[very]] [[edge]] of the [[surf]], il.<br /><b class="num">2.</b> [[exceedingly]], Theocr.<br /><b class="num">3.</b> [[utterly]], [[completely]], Plat.
|mdlsjtxt=[ἀκή I]<br /><b class="num">I.</b> at the [[furthest]] [[point]], and so [[either]] [[topmost]] = Lat. [[summus]], or [[outermost]] = Lat. [[extremus]]:<br /><b class="num">1.</b> [[highest]], [[topmost]], ἐν ἄκρηι πόλει = ἐν ἀκροπόλει, Il.; [[μέλαν]] [[ὕδωρ]] [[ἄκρον]] at its [[surface]], Il., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[outermost]], [[ἄκρη]] [[χείρ]], ἄκροι πόδες, [[ἄκρος]] [[ὦμος]] the end of the [[hand]], ends of the feet, tip of the [[shoulder]], Il., Thuc.; ἐπ' [[ἄκρων]] [δακτύλων] on tiptoe, Soph.; ἄκροισι λαίφους κρασπέδοις with the [[outermost]] edges of the [[sail]], i. e. under [[close]]-reefed sails, Eur.<br /><b class="num">II.</b> of [[Time]], it denotes completeness, ἄκραι σὺν ἑσπέραι [[when]] eve was [[fully]] [[come]], Pind.; ἄκρας νυκτός at [[dead]] of [[night]], Soph.<br /><b class="num">III.</b> of Degree, the [[highest]] in its [[kind]], [[exceeding]] [[good]], [[consummate]], [[excellent]]: of persons, Hdt., etc.; [[ἄκρος]] [[μάντις]] Soph.:—often with an acc. modi added, ψυχὴν οὐκ [[ἄκρος]] not [[strong]] in [[mind]], Hdt.; ἄκροι τὰ πολέμια, [[skilful]] in war, Hdt., etc.; also c. gen. modi, οἱ ἄκροι τῆς ποιήσεως Plat.; also, [[ἄκρος]] εἰς or [[περί]] τι Plat.<br /><b class="num">IV.</b> as Subst., v. [[ἄκρα]], [[ἄκρον]].<br /><b class="num">V.</b> neut. as adv. on the top or [[surface]], [[just]], [[ἄκρον]] ἐπὶ ῥηγμῖνος on the [[very]] [[edge]] of the [[surf]], il.<br /><b class="num">2.</b> [[exceedingly]], Theocr.<br /><b class="num">3.</b> [[utterly]], [[completely]], Plat.
}}
}}