ἀναλάζομαι: Difference between revisions

1a
(2)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναλάζομαι:''' αποθ., μόνο στον ενεστ., [[αναλαμβάνω]], σε Μόσχ.
|lsmtext='''ἀναλάζομαι:''' αποθ., μόνο στον ενεστ., [[αναλαμβάνω]], σε Μόσχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. only in pres., to [[take]] [[again]], Mosch.
}}
}}