ἀποσπάδιος: Difference between revisions

1a
(3)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσπάδιος:''' [ᾰ], -η, -ον ([[ἀποσπάω]]), αυτός που έχει σχιστεί, αποσπαστεί από [[κάτι]], [[ἀποσπάδιον]], τό = [[ἀπόσπασμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀποσπάδιος:''' [ᾰ], -η, -ον ([[ἀποσπάω]]), αυτός που έχει σχιστεί, αποσπαστεί από [[κάτι]], [[ἀποσπάδιον]], τό = [[ἀπόσπασμα]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀποσπάω]]<br />[[torn]] off or [[away]], [[ἀποσπάδιον]], ου, τό, = [[ἀπόσπασμα]], Anth.
}}
}}