βοηθητέον: Difference between revisions

nl
(3)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοηθητέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να βοηθήσει, σε Ξεν., Δημ.
|lsmtext='''βοηθητέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να βοηθήσει, σε Ξεν., Δημ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοηθητέον]], adj. verb. van [[βοηθέω]], er moet hulp verleend worden.
}}
}}