ἀτεκνόω: Difference between revisions

1a
(3)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτεκνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον άτεκνο — Παθ., στερούμαι τα [[παιδιά]] μου, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀτεκνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον άτεκνο — Παθ., στερούμαι τα [[παιδιά]] μου, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to make [[childless]]:— Pass. to be deprived of children, Anth.
}}
}}