ἀτιθάσευτος: Difference between revisions

1a
(3)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτῐθάσευτος:''' -ον (τῐθᾰσεύω), αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να δαμάσει, [[άγριος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀτῐθάσευτος:''' -ον (τῐθᾰσεύω), αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να δαμάσει, [[άγριος]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τιθασεύω]]<br />[[untamable]], [[wild]], Plut.
}}
}}