ἐμπερόνημα: Difference between revisions

1ab
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπερόνημα:''' Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό (ἐν), [[ένδυμα]] που συγκρατείται με [[περόνη]], [[καρφίτσα]], [[πόρπη]] πάνω από τον ώμο, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἐμπερόνημα:''' Δωρ. -ᾱμα, -ατος, τό (ἐν), [[ένδυμα]] που συγκρατείται με [[περόνη]], [[καρφίτσα]], [[πόρπη]] πάνω από τον ώμο, σε Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>n</i> <i>n</i> [ἐν]<br />a [[garment]] fastened with a [[brooch]] on the [[shoulder]], Theocr.
}}
}}