θέρω: Difference between revisions

375 bytes added ,  9 January 2019
1ab
m (Text replacement - "˙" to "·")
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θέρω:'''<b class="num">1.</b> [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]]· Παθ., [[θέρομαι]], με Μέσ. μέλ. [[θέρσομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐθέρην</i>, Επικ. υποτ. [[θερέω]] (αντί <i>θερῶ</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[γίνομαι]] [[ζεστός]] ή [[θερμός]], ζεσταίνομαι, σε Ομήρ. Οδ.· [[πυρός]], στη [[φωτιά]], στο ίδ.· <i>θέρου</i>, ζέστανε τον εαυτό [[σου]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, μὴ [[ἄστυ]] πυρὸς θέρηται, [[μήπως]] η πόλη καεί με [[φωτιά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''θέρω:'''<b class="num">1.</b> [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]]· Παθ., [[θέρομαι]], με Μέσ. μέλ. [[θέρσομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐθέρην</i>, Επικ. υποτ. [[θερέω]] (αντί <i>θερῶ</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[γίνομαι]] [[ζεστός]] ή [[θερμός]], ζεσταίνομαι, σε Ομήρ. Οδ.· [[πυρός]], στη [[φωτιά]], στο ίδ.· <i>θέρου</i>, ζέστανε τον εαυτό [[σου]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, μὴ [[ἄστυ]] πυρὸς θέρηται, [[μήπως]] η πόλη καεί με [[φωτιά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[heat]], make hot<br /><b class="num">II.</b> Pass. to [[become]] hot or [[warm]], [[warm]] [[oneself]], Od.; [[πυρός]] at the [[fire]], Od.; θέρου [[warm]] [[yourself]], Ar.<br /><b class="num">2.</b> of things, μὴ [[ἄστυ]] πυρὸς θέρηται [[lest]] the [[city]] be [[burnt]] by [[fire]], Il.
}}
}}