πορφυροειδής: Difference between revisions

1b
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πορφυροειδής -ές [πορφύρα, εἶδος] purperachtig.
|elnltext=πορφυροειδής -ές [πορφύρα, εἶδος] purperachtig.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πορφῠρο-ειδής, ές [[εἶδος]]<br />[[purple]]-like, purply, Eur.
}}
}}