3,273,800
edits
(6) |
(1b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προαπόλλῠμαι:''' μέλ. <i>-ολοῦμαι</i>, παρακ. <i>-όλωλα</i> — Παθ., καταστρέφομαι [[πρώτος]], [[χάνομαι]] εκ των προτέρων ή [[πρώτος]], σε Θουκ.· <i>μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται</i> (όπως αν προερχόταν από <i>-απολλύω</i>), σε Πλάτ. | |lsmtext='''προαπόλλῠμαι:''' μέλ. <i>-ολοῦμαι</i>, παρακ. <i>-όλωλα</i> — Παθ., καταστρέφομαι [[πρώτος]], [[χάνομαι]] εκ των προτέρων ή [[πρώτος]], σε Θουκ.· <i>μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται</i> (όπως αν προερχόταν από <i>-απολλύω</i>), σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -ολοῦμαι perf. -όλωλα<br />Pass.:— to be [[first]] destroyed, to [[perish]] [[before]] or [[first]], Thuc.; μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται (as if from -απολλύὠ Plat. | |||
}} | }} |