ῥιζοβόλος: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥιζοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που πιάνει, σχηματίζει ρίζες, που ριζώνει.
|lsmtext='''ῥιζοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που πιάνει, σχηματίζει ρίζες, που ριζώνει.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥιζο-[[βόλος]], ον, [[βάλλω]]<br />[[striking]] [[root]].
}}
}}