σπουδαστέος: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σπουδαστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[σπουδάζω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο [[κάποιος]] πρέπει να επιδιώκει με ζήλο, [[άξιος]] σπουδής, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>σπουδαστέον</i>, πρέπει [[κάποιος]] να δειχτεί [[πρόθυμος]], [[δραστήριος]], πρέπει να σπεύσει, σε Ευρ. κ.λπ.
|lsmtext='''σπουδαστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[σπουδάζω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός τον οποίο [[κάποιος]] πρέπει να επιδιώκει με ζήλο, [[άξιος]] σπουδής, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>σπουδαστέον</i>, πρέπει [[κάποιος]] να δειχτεί [[πρόθυμος]], [[δραστήριος]], πρέπει να σπεύσει, σε Ευρ. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σπουδαστέος]], η, ον, verb. adj. of [[σπουδάζω]]<br /><b class="num">I.</b> to be sought for [[zealously]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> σπουδαστέον, one must bestir [[oneself]], be [[earnest]] or [[anxious]], Eur., etc.
}}
}}