συντολμάω: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συντολμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[επιχειρώ]], [[τολμώ]] [[κάτι]] μαζί — Δωρ. γʹ ενικ. αορ. βʹ, <i>συν-έτλας</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''συντολμάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[επιχειρώ]], [[τολμώ]] [[κάτι]] μαζί — Δωρ. γʹ ενικ. αορ. βʹ, <i>συν-έτλας</i>, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[venture]] [[together]]:—doric 2nd sg. aor2 συν-έτλας, Eur.
}}
}}