ὑποβιβάζω: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποβῐβάζω:''' μέλ. Αττ. <i>-βιβῶ</i>, μτβ. του [[ὑποβαίνω]], [[φέρνω]] [[κάτω]], [[κατεβάζω]] — Μέσ., [[χαμηλώνω]], [[σκύβω]] λυγίζονας τα πόδια, λέγεται για [[άλογο]] που χαμηλώνει, κλίνει προς τα [[κάτω]] για να δεχθεί τον αναβάτη του, Λατ. subsidere, σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑποβῐβάζω:''' μέλ. Αττ. <i>-βιβῶ</i>, μτβ. του [[ὑποβαίνω]], [[φέρνω]] [[κάτω]], [[κατεβάζω]] — Μέσ., [[χαμηλώνω]], [[σκύβω]] λυγίζονας τα πόδια, λέγεται για [[άλογο]] που χαμηλώνει, κλίνει προς τα [[κάτω]] για να δεχθεί τον αναβάτη του, Λατ. subsidere, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -βιβῶ [Causal of [[ὑποβαίνω]]<br />to [[bring]] [[down]]: Mid. to [[crouch]] [[down]], of a [[horse]] that stoops to [[take]] up the [[rider]], Lat. subsidere, Xen.
}}
}}