κενολόγος: Difference between revisions

1ba
(5)
(1ba)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κενολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που φλυαρεί, μιλάει ανόητα.
|lsmtext='''κενολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που φλυαρεί, μιλάει ανόητα.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κενο-[[λόγος]], ον [[λέγω]]<br />[[talking]] emptily, [[prating]].
}}
}}