κορωνοβόλος: Difference between revisions

1ba
(5)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κορωνοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που χτυπά κοράκια· [[κορωνοβόλον]], <i>τό</i>, σφενδόνα ή [[τόξο]] για το [[χτύπημα]] κορακιών κ.λπ., σε Ανθ.
|lsmtext='''κορωνοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που χτυπά κοράκια· [[κορωνοβόλον]], <i>τό</i>, σφενδόνα ή [[τόξο]] για το [[χτύπημα]] κορακιών κ.λπ., σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κορωνο-[[βόλος]], ον [[βάλλω]]<br />[[shooting]] crows: [[κορωνοβόλον]], τό, a [[sling]] or bow for [[crow]]-[[shooting]], Etc.; Anth.
}}
}}