περιαιρετός: Difference between revisions

1ba
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιαιρετός -ή -όν adj. verb. van περιαιρέω, afneembaar.
|elnltext=περιαιρετός -ή -όν adj. verb. van περιαιρέω, afneembaar.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περιαιρετός]], ή, όν<br />that may be taken off, Thuc.
}}
}}