3,277,020
edits
(11) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[ἔμβιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μέσα]] του ζωή, [[ζωντανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=ο (AM [[ἔμβιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μέσα]] του ζωή, [[ζωντανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έμβιος]]<br />[[γένος]] εμβιόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που διατηρεί τις ιδιότητες της ζωής [[μετά]] το [[κόψιμο]] και μπορεί να μεταφυτευθεί<br /><b>2.</b> [[ισόβιος]]. | ||
}} | }} |