τρωγλοδύτης: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>οι [[" to "οι [["
(1b)
m (Text replacement - "<i>οι [[" to "οι [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> (στον πληθ. ως κύριον όν.) <i>οι [[Τρωγλοδύτες]] και <i>Τρωγλοδύται</i><br />[[ονομασία]] που έδωσαν αρχαίοι συγγραφείς σε πρωτόγονους λαούς της Αιθιοπίας, της εσωτερικής Λιβύης, του Καυκάσου, της Σκυθίας κ.ά. οι οποίοι κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε σκαπτές κατοικίες<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας τρωγλοδυτίδες με ένα επιδημητικό [[είδος]] στη [[χώρα]] μας, γνωστό με την [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] [[τρυποφράχτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κατοικεί σε [[τρώγλη]], [[τρωγλόβιος]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] του χιμπατζή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. [[κυρίως]] για ερπετά) [[σπηλαιόβιος]]<br /><b>2.</b> [[πτηνό]] όμοιο με τον βασιλίσκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρώγλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[δύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δύω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ταβερνο</i>-[[δύτης]]. Σχετικά με το όν. του αιθιοπικού λαού παραμένει ανεξακρίβωτο αν ο τ. <i>Τρωγλοδύται</i> χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική για τον λαό αυτό λόγω του είδους τών κατοικιών του ή αν πρόκειται για [[απόδοση]] στην Ελληνική της ντόπιας ονομασίας τους].
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> (στον πληθ. ως κύριον όν.) οι [[Τρωγλοδύτες]] και <i>Τρωγλοδύται</i><br />[[ονομασία]] που έδωσαν αρχαίοι συγγραφείς σε πρωτόγονους λαούς της Αιθιοπίας, της εσωτερικής Λιβύης, του Καυκάσου, της Σκυθίας κ.ά. οι οποίοι κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε σκαπτές κατοικίες<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], στρουθιόμορφων πτηνών της οικογένειας τρωγλοδυτίδες με ένα επιδημητικό [[είδος]] στη [[χώρα]] μας, γνωστό με την [[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] [[τρυποφράχτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κατοικεί σε [[τρώγλη]], [[τρωγλόβιος]]<br /><b>2.</b> <b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] του χιμπατζή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως επίθ. [[κυρίως]] για ερπετά) [[σπηλαιόβιος]]<br /><b>2.</b> [[πτηνό]] όμοιο με τον βασιλίσκο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρώγλη]] <span style="color: red;">+</span> -[[δύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δύω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ταβερνο</i>-[[δύτης]]. Σχετικά με το όν. του αιθιοπικού λαού παραμένει ανεξακρίβωτο αν ο τ. <i>Τρωγλοδύται</i> χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική για τον λαό αυτό λόγω του είδους τών κατοικιών του ή αν πρόκειται για [[απόδοση]] στην Ελληνική της ντόπιας ονομασίας τους].
}}
}}
{{lsm
{{lsm