ἔκφυλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκφυλος]], -ον)<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει αλλοιωμένη [[φυσική]], πνευματική ή [[ηθική]] [[ατομικότητα]]<br />(«πνευματικά [[ἔκφυλος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[διαστροφή]] του σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην [[παρά]] [[φύση]] [[ασέλγεια]]<br /><b>3.</b> ο ηθικά διεφθαρμένος, [[ακόλαστος]], [[παραλυμένος]]<br /><b>4.</b> αυτός που αναφέρεται ή υπάγεται στον εκφυλισμό ή στον έκφυλο<br />(«έκφυλα γούστα»)<br /><b>5.</b> (για λογοτέχνες) αυτός που ασχολείται ακαλαίσθητα με ανήθικα θέματα<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[έκφυλος]]<br />[[ερμαφρόδιτος]], [[γύνανδρος]], [[ανδρόγυνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απομακρύνεται από το παραδεδομένο και [[πρέπον]]<br /><b>2.</b> [[αντιπαθητικός]]<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> (για ποιητή) αυτός που δεν ακολουθεί τους κανόνες της ρητορικής τέχνης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο ἔξω της φυλής, [[ξένος]], [[αλλόφυλος]]<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[αλλόκοτος]], [[παράξενος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τερατώδης]], [[υπερφυής]], [[αφύσικος]]<br /><b>2.</b> [[φρικτός]]. II. <b>επίρρ.</b> <i>εκφύλως</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο έκφυλο ή διεφθαρμένο<br /><b>αρχ.</b><br />ξενικώς, με τρόπο βάρβαρο ή αλλόφυλο.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἔκφυλος]], -ον)<br />Ι. <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει αλλοιωμένη [[φυσική]], πνευματική ή [[ηθική]] [[ατομικότητα]]<br />(«πνευματικά [[ἔκφυλος]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[διαστροφή]] του σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην [[παρά]] [[φύση]] [[ασέλγεια]]<br /><b>3.</b> ο ηθικά διεφθαρμένος, [[ακόλαστος]], [[παραλυμένος]]<br /><b>4.</b> αυτός που αναφέρεται ή υπάγεται στον εκφυλισμό ή στον έκφυλο<br />(«έκφυλα γούστα»)<br /><b>5.</b> (για λογοτέχνες) αυτός που ασχολείται ακαλαίσθητα με ανήθικα θέματα<br /><b>6.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[έκφυλος]]<br />[[ερμαφρόδιτος]], [[γύνανδρος]], [[ανδρόγυνος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απομακρύνεται από το παραδεδομένο και [[πρέπον]]<br /><b>2.</b> [[αντιπαθητικός]]<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> (για ποιητή) αυτός που δεν ακολουθεί τους κανόνες της ρητορικής τέχνης<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο ἔξω της φυλής, [[ξένος]], [[αλλόφυλος]]<br /><b>2.</b> [[ασυνήθιστος]], [[αλλόκοτος]], [[παράξενος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τερατώδης]], [[υπερφυής]], [[αφύσικος]]<br /><b>2.</b> [[φρικτός]]. II. <b>επίρρ.</b> <i>εκφύλως</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />με τρόπο έκφυλο ή διεφθαρμένο<br /><b>αρχ.</b><br />ξενικώς, με τρόπο βάρβαρο ή αλλόφυλο.
}}
}}
{{lsm
{{lsm