άπιον: Difference between revisions

3 bytes removed ,  14 January 2019
m
Text replacement - "<i>η [[" to "η [["
(5)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄπιον]], το κ. [[ἄπιος]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[απίδι]], [[αχλάδι]]<br /><b>2.</b> [[απιδιά]], [[αχλαδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] του τ. με λατ. <i>pirum</i>, <i>pirus</i>, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό [[επίθημα]] <i>α</i>- και θ. <i>piso</i>. Σύγχυση παρατηρείται ως [[προς]] τη [[χρήση]] του ουδ. και θηλ. Ο τ. <i>το [[άπιον]] σημαίνει [[κυρίως]] «[[αχλάδι]]» και [[άπαξ]] «[[αχλαδιά]]», [[προς]] [[διάκριση]] από τη λ. [[άχερδος]] «[[αγριαχλαδιά]]», ενώ το θηλ. <i>η [[άπιος]] χρησιμοποιείται με βασική σημ. «[[αχλαδιά]]» (Θεόφρ., <b>Διοσκ.</b>, <b>Γαλ.</b>) και σπάνια με σημ. «[[αχλάδι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απιοειδής]]].
|mltxt=[[ἄπιον]], το κ. [[ἄπιος]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[απίδι]], [[αχλάδι]]<br /><b>2.</b> [[απιδιά]], [[αχλαδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] του τ. με λατ. <i>pirum</i>, <i>pirus</i>, μεσογειακής προέλευσης, οδηγεί σε προελληνικό [[επίθημα]] <i>α</i>- και θ. <i>piso</i>. Σύγχυση παρατηρείται ως [[προς]] τη [[χρήση]] του ουδ. και θηλ. Ο τ. <i>το [[άπιον]] σημαίνει [[κυρίως]] «[[αχλάδι]]» και [[άπαξ]] «[[αχλαδιά]]», [[προς]] [[διάκριση]] από τη λ. [[άχερδος]] «[[αγριαχλαδιά]]», ενώ το θηλ. η [[άπιος]] χρησιμοποιείται με βασική σημ. «[[αχλαδιά]]» (Θεόφρ., <b>Διοσκ.</b>, <b>Γαλ.</b>) και σπάνια με σημ. «[[αχλάδι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απιοειδής]]].
}}
}}