ξυλικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>η [[" to "η [["
m (Text replacement - "˙" to "·")
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ξυλικός]], -ή, -όν) [[ξύλον]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ξυλική]]<br />ξύλα που λαμβάνονται από [[υλοτομία]] του δάσους και χρησιμοποιούνται στην οικοδομική ή σε κάποια [[άλλη]] [[εργασία]], η [[ξυλεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[ξύλο]], [[ξύλινος]] ή όμοιος με [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξυλικόν</i><br />α) σανιδωτό [[βήμα]], [[ανάβαθρο]]<br />β) ξύλινο [[περίφραγμα]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[μονοπώλιο]] της ξυλείας ή, κατ' [[άλλη]] [[ερμηνεία]], γη κατάφυτη από δένδρα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ξυλικὸς [[καρπός]]» — ο [[καρπός]] τών δένδρων<br />β) «ξυλικὴ ὕλη» — η [[ξυλεία]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ξυλικός]], -ή, -όν) [[ξύλον]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ξυλική]]<br />ξύλα που λαμβάνονται από [[υλοτομία]] του δάσους και χρησιμοποιούνται στην οικοδομική ή σε κάποια [[άλλη]] [[εργασία]], η [[ξυλεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] φτειαγμένος από [[ξύλο]], [[ξύλινος]] ή όμοιος με [[ξύλο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ξυλικόν</i><br />α) σανιδωτό [[βήμα]], [[ανάβαθρο]]<br />β) ξύλινο [[περίφραγμα]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[μονοπώλιο]] της ξυλείας ή, κατ' [[άλλη]] [[ερμηνεία]], γη κατάφυτη από δένδρα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ξυλικὸς [[καρπός]]» — ο [[καρπός]] τών δένδρων<br />β) «ξυλικὴ ὕλη» — η [[ξυλεία]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ξῠλικός:''' Arst. = [[ξύλινος]].
|elrutext='''ξῠλικός:''' Arst. = [[ξύλινος]].
}}
}}