3,277,114
edits
(1ba) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[πολυέλαιος]], -ον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. [[πολυέλεος]], -η, -ο, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-η, -ο / [[πολυέλαιος]], -ον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. [[πολυέλεος]], -η, -ο, Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πολυέλαιος]]<br />α) πολυτελές πολύφωτο το οποίο αναρτάται στην [[οροφή]] αιθουσών ιδιωτικών ή δημόσιων χώρων<br />θ) <b>(λειτ.)</b> πολύφωτο ([[πολυκάνδηλο]], ή [[πολυκήριο]]) αναρτώμενο στο [[κέντρο]] και σε άλλα [[σημεία]] τών ορθόδοξων ναών για φωτισμό του εσωτερικού τους και ως [[ένδειξη]] [[τιμής]] και ευλάβειας [[προς]] τις ιερές τελετές ή και ως [[σύμβολο]] τών αστέρων του ουρανού, τον οποίο συμβολίζει η [[οροφή]] του ναού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[σιγά]] τον πολυέλαιο» — λέγεται προκειμένου να δηλώσει ότι ένα [[πρόσωπο]] ή ένα [[πράγμα]] [[είναι]] ασήμαντο, ανάξιο λόγου<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που παράγει [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] λαδιού, πολύ [[λάδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[έλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔλαιον]]). Ο τ. [[πολυέλαιος]], <i>ο</i>, με αρχική [[σημασία]] «πολυκάντηλο» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και το σύγχρονο, πολυτελές πολύφωτο. Η γρφ. [[πολυέλεος]] οφείλεται σε εσφαλμένο συσχετισμό της λέξης με το [[πολυέλεος]] (<i>ύμνος</i>), [[επειδή]] οι ύμνοι αυτοί ψάλλονται με αναμμένους τους πολυελαίους του ναού]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |